- φρονιμεύομαι
- Αβλ. φρονιμεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρονιμεύω — φρονιμεύομαι, ΝΑ [φρόνιμος] γίνομαι φρόνιμος, σωφρονίζομαι νεοελλ. γίνομαι εγκρατής … Dictionary of Greek
φρονιμεύεσθαι — φρονιμεύομαι to be wise pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονίμευμα — εύματος, τὸ, Α [φρονιμεύομαι] φρόνηση … Dictionary of Greek
φρονίμευσις — εύσεως, ἡ, Α [φρονιμεύομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρονιμεύω … Dictionary of Greek